Δείτε επίσης: χειρουργῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειρουργώ < (καθαρεύουσα) χειρουργῶ < αρχαία ελληνική χειρουργέω / χειρουργῶ

  Ρήμα επεξεργασία

χειρουργώ ( παθητικό: χειρουργούμαι )

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία