Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χεδίβης οι χεδίβηδες
      γενική του χεδίβη των χεδίβηδων
    αιτιατική τον χεδίβη τους χεδίβηδες
     κλητική χεδίβη χεδίβηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χεδίβης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική الخدیوی (hıdīv)[1] + -ης (μαρτυρείται από το 1883)[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çeˈði.vis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χε‐δί‐βης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χεδίβης αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.