Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρτοθέτης οι χαρτοθέτες
      γενική του χαρτοθέτη των χαρτοθετών
    αιτιατική τον χαρτοθέτη τους χαρτοθέτες
     κλητική χαρτοθέτη χαρτοθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτοθέτης < λόγια λέξη από το χάρτης και αρχαία ελληνική τίθημι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτοθέτης αρσενικό

  1. (επάγγελμα, παρωχημένο) ο εργαζόμενος που τοποθετεί τα χαρτιά για το τύπωμα στην κατάλληλη θέση
  2. ειδική θήκη για τα μεγάλων διαστάσεων χαρτιά που χρησιμοποιούν οι σχεδιαστές, οι αρχιτέκτονες και οι ζωγράφοι

  Μεταφράσεις επεξεργασία