χαρτοθέτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαρτοθέτης < λόγια λέξη από το χάρτης και αρχαία ελληνική τίθημι
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαρτοθέτης αρσενικό
- (επάγγελμα, παρωχημένο) ο εργαζόμενος που τοποθετεί τα χαρτιά για το τύπωμα στην κατάλληλη θέση
- ειδική θήκη για τα μεγάλων διαστάσεων χαρτιά που χρησιμοποιούν οι σχεδιαστές, οι αρχιτέκτονες και οι ζωγράφοι
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαρτοθέτης
|