χανάτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χανάτο | τα | χανάτα |
γενική | του | χανάτου | των | χανάτων |
αιτιατική | το | χανάτο | τα | χανάτα |
κλητική | χανάτο | χανάτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χανάτο ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χαν