Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαμασίτης οι χαμασίτες
      γενική του χαμασίτη των χαμασιτών
    αιτιατική τον χαμασίτη τους χαμασίτες
     κλητική χαμασίτη χαμασίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμασίτης < Χαμάς + -ίτης < αγγλική Hamas < αραβική حماس (ḥamās)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαμασίτης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία