Δείτε επίσης: Χαλκωματάς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαλκωματάς οι χαλκωματάδες
      γενική του χαλκωματά των χαλκωματάδων
    αιτιατική τον χαλκωματά τους χαλκωματάδες
     κλητική χαλκωματά χαλκωματάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλκωματάς < μεσαιωνική ελληνική χαλκωματάς < χάλκωμα + -άς < χαλκός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλκωματάς αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία