χαλιφάτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαλιφάτο | τα | χαλιφάτα |
γενική | του | χαλιφάτου | των | χαλιφάτων |
αιτιατική | το | χαλιφάτο | τα | χαλιφάτα |
κλητική | χαλιφάτο | χαλιφάτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαλιφάτο ουδέτερο
- το σύνολο της εδαφικής έκτασης που συμπίπτει με τη διοικητική περιφέρεια εντός της οποίας ασκεί ο χαλίφης τα ηγεμονικά του καθήκοντα.