χαζοχαρούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαζοχαρούμενος < χαζο- + χαρούμενος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xa.zo.xaˈɾu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ζο‐χα‐ρού‐με‐νος
Μετοχή επεξεργασία
χαζοχαρούμενος, -η, -ο
- (μειωτικό ή οικείο) που είναι πάντα χαρωπός, επειδή εξαιτίας της χαζομάρας του δεν αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα κάποιων καταστάσεων
- ↪ Είναι ευχάριστος τύπος, λίγο χαζοχαρούμενος. Δεν είναι να τον παίρνεις στα σοβαρά.
- ↪ Έχω γίνει ένας χαζοχαρούμενος μπαμπάς, που κάνει όλες τις χάρες στην κορούλα του.
- ≈ συνώνυμα: ελαφρός, επιπόλαιος, χωρίς σοβαρότητα