Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαζολόγημα τα χαζολογήματα
      γενική του χαζολογήματος των χαζολογημάτων
    αιτιατική το χαζολόγημα τα χαζολογήματα
     κλητική χαζολόγημα χαζολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαζολόγημα < χαζολογώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαζολόγημα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία