Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαζολογώ < χαζο- + -λογώ

  Ρήμα επεξεργασία

χαζολογώ

  1. περνώ την ώρα μου μην κάνοντας τίποτα σοβαρό ή παραγωγικό, απλώς χαζεύοντας άσκοπα εδώ κι εκεί
  2. κάνω χαζές, άσκοπες συζητήσεις χωρίς ουσία, για να περνάει η ώρα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία