Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαβούζα οι χαβούζες
      γενική της χαβούζας των χαβούζων
    αιτιατική τη χαβούζα τις χαβούζες
     κλητική χαβούζα χαβούζες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαβούζα < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική حوض, τουρκική havuz (μικρή τεχνητή λίμνη νερού) + < αραβική حَوْض (hawḍ, δεξαμενή)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xaˈvu.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐βού‐ζα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαβούζα θηλυκό

  1. δεξαμενή που μαζεύει βρομόνερα, βρομερός τόπος
  2. βόθρος
    → δείτε και οχετός
  3. (μεταφορικά, για υπόθεση) σκανδαλώδης, ύποπτος, που «βρομάει»

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία