χέρι χέρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επανάληψη της λέξης χέρι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈçe.ɾi ˈçe.ɾi/
Έκφραση επεξεργασία
χέρι χέρι
- (κυριολεκτικά) κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου
- (μεταφορικά) μαζί, σε συνεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χέρι χέρι