Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χέδρωπας οι χέδρωπες
      γενική του χέδρωπα των χεδρώπων
    αιτιατική τον χέδρωπα τους χέδρωπες
     κλητική χέδρωπα χέδρωπες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χέδρωπας < χέδρωψ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χέδρωπας αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία