Δείτε επίσης: Φύρερ, φίρερ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φύρερ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Führer

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φύρερ αρσενικό άκλιτο

Άλλες γραφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία