φόσσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φόσσα | οι | φόσσες |
γενική | της | φόσσας | των | φοσσών |
αιτιατική | τη | φόσσα | τις | φόσσες |
κλητική | φόσσα | φόσσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φόσσα < άμεσο δάνειο από την ιταλική fossa (ή από τη βενετική )
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfo.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φόσ‐σα
- ομόηχο: φόσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
φόσσα θηλυκό
- (ιδιωματικό) τρύπα, λάκκος, χαντάκι, βόθρος
Συγγενικά επεξεργασία
- Κόντρα Φόσσα (τοπωνύμιο)
Πηγές επεξεργασία
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
- Χαρά Παπαδάτου-Γιαννοπούλου, Λεξικό ιδιωματικών οικοδομικών όρων της Λευκάδας (Λευκάδα, 2014)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φόσσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φόσσα θηλυκό
- τάφρος
- ※ 17ος/18ος αιώνας, ⌘ Πέτρος Κατσαΐτης, Κλαυθμός Πελοποννήσου προς Ελλάδα, στίχ. 148 (στίχοι 147-150)
- Μὰ οἱ ἐχθροὶ κρυφὰ τὴν νύκτα πηαίνουν,
στὴ φόσσα τῆς Τανάλιας μέσα μπαίνουν.
Ἀρχίνισαν τὸν τοῖχο νὰ τρυποῦσι,
τὴν μίναν μὲ σπουδὴ νὰ πολεμοῦσι.- Εμμανουήλ Κριαράς, Κατσαΐτης: Ιφιγένεια - Θύεστης, Κλαθμός Πελοποννήσου, ανέκδοτα έργα. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σημειώσεις και γλωσσάριο, Αθήνα 1950, (1η έκδοση), σελ. 238
- ΣτΕ: Το έργο Κλαυθμός Πελοποννήσου προς Ελλάδα αναφέρεται στα γεγονότα της κατάκτησης της Πελοποννήσου από τους Τούρκους και ειδικότερα στην άλωση του Ναυπλίου (10 Ιουλίου 1715).
- Μὰ οἱ ἐχθροὶ κρυφὰ τὴν νύκτα πηαίνουν,
- ※ 17ος/18ος αιώνας, ⌘ Πέτρος Κατσαΐτης, Κλαυθμός Πελοποννήσου προς Ελλάδα, στίχ. 148 (στίχοι 147-150)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Εμμανουήλ Κριαράς, Κατσαΐτης. Ιφιγένεια—Θυέστης—Κλαθμός Πελοποννήσου. Ανέκδοτα έργα. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σημειώσεις και γλωσσάριο, Αθήνα 1950, σελ. 238, σελ. 367
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φόσσᾰ | αἱ | φόσσαι | ||||
γενική | τῆς | φόσσης | τῶν | φοσσῶν | ||||
δοτική | τῇ | φόσσῃ | ταῖς | φόσσαις | ||||
αιτιατική | τὴν | φόσσᾰν | τὰς | φόσσᾱς | ||||
κλητική ὦ! | φόσσᾰ | φόσσαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φόσσᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | φόσσαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φόσσα < μεταγραφή ή άμεσο δάνειο από τη λατινική fossa
Ουσιαστικό επεξεργασία
φόσσα θηλυκό
- τάφρος, όρυγμα
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Φάβιος Μάξιμος, 1.2 @scaife.perseus
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σελ. 1150 @archive.org - ⌘ Σοφοκλής Ευαγγελινός Αποστολίδης, Greek Lexicon of the Roman and Byzantine Periods (from B.C. 146 to A.D. 1100). New York, C. Scribner's sons, 1900.
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.