φόρτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φόρτε < (άμεσο δάνειο) ιταλική forte
Επίρρημα επεξεργασία
φόρτε
Ουσιαστικό επεξεργασία
φόρτε ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική, για εκτέλεση μουσικού έργου) δυνατό, μέρος ενός μουσικού έργου που παίζεται δυνατά
- ↪ Το φόρτε σημειώνεται με ένα πλάγιο ƒ, το φορτίσιμο (fortissimo) με δυο πλάγια ƒƒ.
- ↪ Δε μ' άρεσε πολύ η εκτέλεση. Το φόρτε ήταν πολύ άγριο και καθόλου εκφραστικό.
- ≠ αντώνυμα: πιάνο
- (μεταφορικά) το ατού, το ισχυρό σημείο ενός ανθρώπου, μιας προσωπικότητας, το ταλέντο του, ο τομέας στον οποίο είναι καλύτερος
- ↪ Η ορθογραφία δεν είναι το φόρτε του.
- (μεταφορικά) για προσπάθεια ή απόδοση στο μάξιμουμ των δυνατοτήτων
- ↪ έκφραση: στο φόρτε