Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτολιθογραφία οι φωτολιθογραφίες
      γενική της φωτολιθογραφίας των φωτολιθογραφιών
    αιτιατική τη φωτολιθογραφία τις φωτολιθογραφίες
     κλητική φωτολιθογραφία φωτολιθογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτολιθογραφία < (αντιδάνειο) γαλλική photolithographie. Μορφολογικά αναλύεται σε φωτο- + λιθογραφία.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fo.to.li.θo.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φω‐το‐λι‐θο‐γρα‐φί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτολιθογραφία θηλυκό

  1. (τυπογραφία) λιθογραφική διαδικασία κατά την οποία οι πλάκες εκτύπωση]ς κατασκευάζονται με φωτογραφική διαδικασία
  2. (ηλεκτρονική) μέθοδος οπτικής έκθεσης που χρησιμοποιείται στην κατασκευή ολοκληρωμένων κυκλωμάτων
    ※  Ο κ. Desai εσώκλεισε τα κύτταρα από πάγκρεας ποντικιού μέσα σε μια μεμβράνη, στην οποία χάραξε νανοπόρους, χρησιμοποιώντας τη φωτολιθογραφία, την ίδια τεχνική που χρησιμοποιείται για να σμιλευτούν τα συστατικά στα μικροτσίπ.
    H νανοτεχνολογία στην υπηρεσία της ιατρικής (6 Ιανουαρίου 2002), Η Καθημερινή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία