φωτογένεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωτογένεια < φωτογενής
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωτογένεια θηλυκό (ο πληθυντικός αδόκιμος)
- η ιδιότητα κάποιου να βγαίνει όμορφος στις φωτογραφίες, ίσως και πιο όμορφος από την πραγματικότητα
- φαίνεσαι πολύ ωραίος σε αυτές τις φωτογραφίες, νομίζω ότι έχεις φωτογένεια