Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωτίνο τα φωτίνα
      γενική του φωτίνου των φωτίνων
    αιτιατική το φωτίνο τα φωτίνα
     κλητική φωτίνο φωτίνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

φωτίνο < φωτ- + -ίνο (όπως νετρίνο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτίνο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία