Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωνοφοβία οι φωνοφοβίες
      γενική της φωνοφοβίας των φωνοφοβιών
    αιτιατική τη φωνοφοβία τις φωνοφοβίες
     κλητική φωνοφοβία φωνοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωνοφοβία < φωνή + φοβία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωνοφοβία θηλυκό

  • παθολογικός φόβος να μιλάει κάποιος μεγαλόφωνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία