Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωνοπάθεια οι φωνοπάθειες
      γενική της φωνοπάθειας των φωνοπαθειών
    αιτιατική τη φωνοπάθεια τις φωνοπάθειες
     κλητική φωνοπάθεια φωνοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωνοπάθεια < φωνή + -πάθεια (< πάθος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωνοπάθεια θηλυκό

  • (ιατρική): γενική ονομασία πάθησης της φωνής

  Μεταφράσεις επεξεργασία