Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωνηεντισμός οι φωνηεντισμοί
      γενική του φωνηεντισμού των φωνηεντισμών
    αιτιατική τον φωνηεντισμό τους φωνηεντισμούς
     κλητική φωνηεντισμέ φωνηεντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωνηεντισμός < από το ουσιαστικό φωνήεν και την κατάληξη -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωνηεντισμός αρσενικό

  1. η παρουσία ενός συγκεκριμένου φωνήεντος στο θέμα λέξεως
  2. το σύνολο των φωνηέντων μιας γλώσσας, τα φωνήεντα
  3. μετατροπή σε φωνήεν
  4. παροχή ή συμπλήρωση (σε ένα συμφωνικό κείμενο, όπως συμβαίνει με την εβραϊκή και την αραβική γλώσσα) των φωνηέντων ή φωνηεντικών σημείων

  Μεταφράσεις επεξεργασία