φωναχτά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
φωναχτά < φωναχτός < φωνάζ(-ω) + -τος
Επίρρημα επεξεργασία
φωναχτά
- με φωνή, μιλώντας με τρόπο που να ακουγεται κάποιος στο χώρο
- Καλυτερα να το διαβάζεις φωναχτά παιδί μου γιατί θα το απομνημονεύσεις ευκολότερα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
φωναχτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φωναχτό