Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωναχτά < φωναχτός < φωνάζ(-ω) + -τος

  Επίρρημα επεξεργασία

φωναχτά

  1. με φωνή, μιλώντας με τρόπο που να ακουγεται κάποιος στο χώρο
    Καλυτερα να το διαβάζεις φωναχτά παιδί μου γιατί θα το απομνημονεύσεις ευκολότερα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φωναχτά