φωνασκία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωνασκία < αρχαία ελληνική φωνασκία (άσκηση της φωνής)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωνασκία θηλυκό
- ο ενοχλητικός θόρυβος από πολλές φωνές, η ταυτόχρονη ομιλία πολλών ατόμων σε υψηλή ένταση