Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωνάρα οι φωνάρες
      γενική της φωνάρας
    αιτιατική τη φωνάρα τις φωνάρες
     κλητική φωνάρα φωνάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωνάρα < φων(ή) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωνάρα θηλυκό

  1. η δυνατή, βροντερή φωνή
  2. (μεταφορικά) η πολύ καλή φωνή ενός τραγουδιστή
    Ο Καζαντζίδης ήταν φωνάρα.

Αντώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Συνηθίζεται κυρίως στην ονομαστική και κλητική

  Μεταφράσεις επεξεργασία