Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωλεός οι φωλεοί
      γενική του φωλεού των φωλεών
    αιτιατική τον φωλεό τους φωλεούς
     κλητική φωλεέ φωλεοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωλεός < αρχαία ελληνική

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωλεός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία