Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φυτοκομία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
φυτοκομί
α
οι
φυτοκομί
ες
γενική
της
φυτοκομί
ας
των
φυτοκομι
ών
αιτιατική
τη
φυτοκομί
α
τις
φυτοκομί
ες
κλητική
φυτοκομί
α
φυτοκομί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φυτοκομία
<
φυτ(ο)
+
-ο-
+
-κομία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φυτοκομία
θηλυκό
η επιστημονική
καλλιέργεια
των
φυτών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φυτοκομία
αγγλικά
:
horticulture
(en)
γαλλικά
:
horticulture
(fr)