↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυσιοπαθολογικός η φυσιοπαθολογική το φυσιοπαθολογικό
      γενική του φυσιοπαθολογικού της φυσιοπαθολογικής του φυσιοπαθολογικού
    αιτιατική τον φυσιοπαθολογικό τη φυσιοπαθολογική το φυσιοπαθολογικό
     κλητική φυσιοπαθολογικέ φυσιοπαθολογική φυσιοπαθολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυσιοπαθολογικοί οι φυσιοπαθολογικές τα φυσιοπαθολογικά
      γενική των φυσιοπαθολογικών των φυσιοπαθολογικών των φυσιοπαθολογικών
    αιτιατική τους φυσιοπαθολογικούς τις φυσιοπαθολογικές τα φυσιοπαθολογικά
     κλητική φυσιοπαθολογικοί φυσιοπαθολογικές φυσιοπαθολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυσιοπαθολογικός < φυσιοπαθολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

φυσιοπαθολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία