φυσιολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυσιολόγος < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική physiologue & αρχαία ελληνική φυσιολόγος (εκείνος που ερευνούσε τα αίτια πίσω από τα φυσικά φαινόμενα) < φυσιο- + -λόγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυσιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) επιστήμονας που έχει πάρει την ειδικότητα της φυσιολογίας
- (φιλοσοφία) στοχαστής που ασχολείται με τη φιλοσοφία της φύσης (φυσικός φιλόσοφος)
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυσιολόγος