Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυσιογνωμική οι φυσιογνωμικές
      γενική της φυσιογνωμικής των φυσιογνωμικών
    αιτιατική τη φυσιογνωμική τις φυσιογνωμικές
     κλητική φυσιογνωμική φυσιογνωμικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυσιογνωμική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φυσιογνωμικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική physiognomonie)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυσιογνωμική θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φυσιογνωμική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία