Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η φυσίατρος οι φυσίατροι
      γενική του/της
του
φυσιάτρου
φυσίατρου
των φυσιάτρων
φυσίατρων
    αιτιατική τον/τη φυσίατρο τους/τις
τους
φυσιάτρους
φυσίατρους
     κλητική φυσίατρε φυσίατροι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυσίατρος < φύσ(η) + -ίατρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυσίατρος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία