Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυμάτιο τα φυμάτια
      γενική του φυματίου
φυμάτιου
των φυματίων
    αιτιατική το φυμάτιο τα φυμάτια
     κλητική φυμάτιο φυμάτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυμάτιο < φυμάτιον < φύμα < αρχαία ελληνική φῦμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυμάτιο ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του φύματος, το μικρό φύμα
  2. μικρή μάζα που αναπτύσσεται στους ιστούς όταν προσβάλλονται από το βάκιλο του Κοχ στην ασθένεια της φυματίωσης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία