Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυλλάριο τα φυλλάρια
      γενική του φυλλαρίου
φυλλάριου
των φυλλαρίων
    αιτιατική το φυλλάριο τα φυλλάρια
     κλητική φυλλάριο φυλλάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η τριανταφυλλιά έχει σύνθετο έλασμα ή φύλλο και έχει πολλά φυλλάρια

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυλλάριο < φύλλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυλλάριο ουδέτερο

  1. το φυλλαράκι, το μικρό φύλλο
  2. (βοταν.) ονομάζονται φυλλάρια τα φύλλα των φυτών που έχουν σύνθετο και όχι απλό έλασμα (φύλλο) -είναι τα φύλλα που αναρτώνται με μικρό μίσχο πάνω σε έναν κεντρικό (τη ράχη)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία