φυλλάριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυλλάριο < φύλλο
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυλλάριο ουδέτερο
- το φυλλαράκι, το μικρό φύλλο
- (βοταν.) ονομάζονται φυλλάρια τα φύλλα των φυτών που έχουν σύνθετο και όχι απλό έλασμα (φύλλο) -είναι τα φύλλα που αναρτώνται με μικρό μίσχο πάνω σε έναν κεντρικό (τη ράχη)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυλλάριο
|