φυγόκοσμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φυγόκοσμος, -η, -ο
- που αποφεύγει τον κόσμο
- Έτσι, το πρόσωπο που εμφανίζεται ξανά και ξανά είναι η παραλλαγή ή η πολλαπλή εκδοχή της μιας και μόνης περσόνας του φυγόκοσμου, ο οποίος ανακαλύπτει διαρκώς στο έξω περιβάλλον, στα ετοιμόρροπα σπίτια, στα κακοφωτισμένα στενά, στις ρυπαρές γωνίες, την προέκταση του ερημικού μέσα του. (*)
Συνώνυμα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυγόκοσμος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυγόκοσμος
|