Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυγομαχώ < φυγομαχέω

  Ρήμα επεξεργασία

φυγομαχώ

  1. λιποτακτώ, φοβάμαι να δώσω μάχη σε πόλεμο ή βίαιη σύγκρουση
  2. (μεταφορικά) αποφεύγω να έρθω σε αντιπαράθεση και να υπερασπιστώ κάτι ή κάποιον που οφείλω να υποστηρίξω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία