φτωχοπερήφανος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φτωχοπερήφανος, η, ο
- ψωροπερήφανος, ο ανάρμοστα περήφανος αφού κοινωνικά η υπερηφάνεια προϋποθέτει συνήθως δυνατότητες κυρίως οικονομικές
- περήφανος παρότι φτωχός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φτωχοπερήφανος
|