Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτιασιδώνω < φτιασίδι + -ώνω < μεσαιωνική ελληνική φτειάνω / φθειάνω < εὐθειάζω < αρχαία ελληνική εὐθεία, θηλυκό του εὐθύς (Υπάρχει και η άποψη: < (ελληνιστική κοινήφυκίασις < αρχαία ελληνική φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι / φκιασιδώνω

  Ρήμα επεξεργασία

φτιασιδώνω, παθ. φωνή: φτιασιδώνομαι, παθ.μτχ.: φτιασιδωμένος

  1. προσπαθώ να κάνω κάτι πιο όμορφο χρησιμοποιώντας φτιασίδια
  2. (μειωτικό) μακιγιάρω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία