Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτιάξιμο τα φτιαξίματα
      γενική του φτιαξίματος των φτιαξιμάτων
    αιτιατική το φτιάξιμο τα φτιαξίματα
     κλητική φτιάξιμο φτιαξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτιάξιμο < φτιάχνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φτιάξιμο ουδέτερο και φτιάσιμο

  1. η επιδιόρθωση, η επισκευή
  2. η κατασκευή
  3. η λήψη δόσης από ναρκομανή για να φτιαχτεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία