φτιάξιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φτιάξιμο < φτιάχνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
φτιάξιμο ουδέτερο και φτιάσιμο
- η επιδιόρθωση, η επισκευή
- η κατασκευή
- η λήψη δόσης από ναρκομανή για να φτιαχτεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρήση ναρκωτικών