Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτερωτή < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φτερωτή θηλυκό

  • τμήμα ή εξάρτημα διαφόρων μηχανών με αρκετά φτερά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φτερωτή

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία