Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η φρουκτόζη
      γενική της φρουκτόζης
    αιτιατική τη φρουκτόζη
     κλητική φρουκτόζη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρουκτόζη < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική fructose < λατινική fructus (φρούτο) + -ose (-όζη)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fɾuˈkto.zi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρου‐κτό‐ζη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρουκτόζη θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία