φρεσκογυαλισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φρεσκογυαλισμένος < φρέσκος και γυαλισμένος
Μετοχή επεξεργασία
φρεσκογυαλισμένος
- που τον γυάλισαν πρόσφατα, που τον έκαναν σαν καινούργιος, να λαμποκοπάει
- ίσως είναι ακόμα νωπός αν έχει επάνω στιλβωτική ουσία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φρεσκογυαλισμένος
|