φρεγάτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φρεγάτα | οι | φρεγάτες |
γενική | της | φρεγάτας | των | φρεγατών |
αιτιατική | τη | φρεγάτα | τις | φρεγάτες |
κλητική | φρεγάτα | φρεγάτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φρεγάτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική fregata < ίσως λατινική aphractus < αρχαία ελληνική ἄφρακτος (ναῦς)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φρεγάτα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) το τρικάταρτο ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο
- (μεταφορικά) η μεγαλόσωμη γυναίκα
- (πτηνό) το είδος πουλιού
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- φρεγάτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλοίο