φραξιονιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φραξιονιστής < φράξια + -ιστής < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική fractionniste
Ουσιαστικό επεξεργασία
φραξιονιστής αρσενικό (θηλυκό: φραξιονίστρια)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φράξια
Μεταφράσεις επεξεργασία
φραξιονιστής