Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Κάθετη φρέζα μηχανουργείου (1).
 
φρέζα (2)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρέζα οι φρέζες
      γενική της φρέζας των φρεζών
    αιτιατική τη φρέζα τις φρέζες
     κλητική φρέζα φρέζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρέζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική fresa < γαλλική fraise[1] < λατινική fraga, πληθυντικός του fragum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰrHǵ-o-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfɾe.za/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρέζα θηλυκό

  1. εργαλειομηχανή με περιστρεφόμενο κοπτικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στα μηχανουργεία για την κατεργασία μετάλλου ή ξύλου
  2. (κατ’ επέκταση) το περιστρεφόμενο κοπτικό εργαλείο της μηχανής αυτής
  3. μηχάνημα στο οποίο προσαρμόζονται διάφορα εξαρτήματα για διάφορες γεωργικές εργασίες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία