Δείτε επίσης: Φούσκος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φούσκος οι φούσκοι
      γενική του φούσκου των φούσκων
    αιτιατική τον φούσκο τους φούσκους
     κλητική φούσκε φούσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φούσκος < φούσκα για το ράπισμα και αβέβαιης ετυμολογίας για το δεύτερο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fuˈskos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φού‐σκος
ομόηχο: Φούσκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φούσκος αρσενικό

  1. ισχυρό χαστούκι, ράπισμα στο πρόσωπο
  2. πλέγμα σχοινιών στο πλαϊνό μέρος του πλοίου

  Μεταφράσεις επεξεργασία