φούντος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
φούντος < όψιμη ελληνιστική κοινή φοῦντος < λατινική fundus (βυθεός)[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰudʰ-(m)n-o-s → δείτε τη λέξη φούντο
Ουσιαστικό επεξεργασία
φούντος αρσενικό[2]
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
πήρε/πήγε φούντο: βούλιαξε, ναυάγησε, καταποντίστηκε
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φούντος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ «φούντο» & «φόντο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ φούντος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας