ναυάγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ναυάγιο | τα | ναυάγια |
γενική | του | ναυαγίου & ναυάγιου |
των | ναυαγίων |
αιτιατική | το | ναυάγιο | τα | ναυάγια |
κλητική | ναυάγιο | ναυάγια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναυάγιο < αρχαία ελληνική ναῦς + ἄγνυμι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /naˈva.ʝi.o/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναυάγιο ουδέτερο
- συντριβή, βύθιση πλοίου
- λείψανο εξοκείλαντος ή συντριβέντος πλοίου
- (μεταφορικά) καταστροφή, αποτυχία πλήρης
- (μεταφορικά) άνθρωπος εντελώς κατεστραμμένος