φούγκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φούγκα | οι | φούγκες |
γενική | της | φούγκας | των | (φουγκών) |
αιτιατική | τη | φούγκα | τις | φούγκες |
κλητική | φούγκα | φούγκες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Παράδειγμα τετράφωνης φούγκας
Μπαχ, Καλώς Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο A', Φούγκα σε ρε μείζονα BWV 850 διάρκεια: 01'48'', πιανίστα η Kimiko Douglass-Ishizaka Το χαρούμενο θέμα πρωτοεκτίθεται από τη χαμηλότερη φωνή. Έπεται η εισαγωγή του σε μία μία τις ψηλότερες τρεις φωνές. Ακολουθεί ανάπτυξη, με συχνές παρουσίες του θέματος.
Πρόβλημα για να ακούσετε το αρχείο; Bοήθεια πολυμέσων. |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φούγκα < (λόγιο δάνειο) ιταλική fuga < λατινική fuga (φυγή) (ρήμα fugere), επειδή το θέμα «φεύγει» από τη μία φωνή για να έρθει σε άλλη, σε μιαν αδιάκοπη «φυγή»
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfu.ɡa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φού‐γκα
Ουσιαστικό επεξεργασία
φούγκα θηλυκό
- (μουσική) πολυφωνικό είδος σύνθεσης, συνήθως οργανικής μουσικής, όπου η κάθε φωνή εκθέτει μια μελωδία που λέγεται θέμα, το αντίθεμά της, αναπτύσσει και άλλα επεισόδια ανταπαντώντας η μια στην άλλη με τρόπο αντιστικτικό και ταιριαστό
Συνώνυμα επεξεργασία
- φυγή (παρωχημένο)