Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουστίτσα οι φουστίτσες
      γενική της φουστίτσας
    αιτιατική τη φουστίτσα τις φουστίτσες
     κλητική φουστίτσα φουστίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουστίτσα < υποκοριστικό της λέξης φούστα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουστίτσα ουδέτερο

  1. μικρή φούστα
  2. πρόχειρη, φτηνή φούστα

  Μεταφράσεις επεξεργασία