φουστίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φουστίτσα | οι | φουστίτσες |
γενική | της | φουστίτσας | — | |
αιτιατική | τη | φουστίτσα | τις | φουστίτσες |
κλητική | φουστίτσα | φουστίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φουστίτσα < υποκοριστικό της λέξης φούστα
Ουσιαστικό επεξεργασία
φουστίτσα ουδέτερο