Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουρνίζω < μεσαιωνική ελληνική φουρνίζω < (ελληνιστική κοινήφοῦρνος + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

φουρνίζω (παθητική φωνή: φουρνίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία